- ἀποτόμων
- ἀπότομοςcut offmasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀποτομῶν — ἀποτομή cutting off fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μετέωρα — Συγκρότημα μοναστηριών χτισμένων στην κορυφή απότομων και ξεκομμένων μεταξύ τους βράχων, διάσπαρτων σε μια έκταση περίπου τριάντα τ. χλμ., ανάμεσα στα όρη Χάσια, Αντιχάσια και Κόζιακας, του νομού Τρικάλων, στο σημείο ακριβώς, όπου ο Πηνειός… … Dictionary of Greek
θερμοκήπιο — Στεγασμένος και περιφραγμένος χώρος με προορισμό να προφυλάξει από το χειμερινό ψύχος τα καρποφόρα και καλλωπιστικά φυτά που δεν αντέχουν στην ύπαιθρο ή για να εξασφαλίσει τεχνητά για μερικά τροπικά είδη οικολογικές συνθήκες όμοιες με εκείνες που … Dictionary of Greek
κόρημα — το (Α κόρημα, ήματος) [κορέω (ΙΙ)] νεοελλ. φρ. «πλευρικά κορήματα» γεωλ. πετρώδη θραύσματα και γεώδη υλικά που αποτελούν προϊόντα τής μηχανικής αποσάθρωσης απότομων πρανών και κλιτύων αρχ. 1. καθετί που απορρίπτεται με το σάρωμα, απόρριμμα,… … Dictionary of Greek
στατοσκόπιο — το, Ν (μετεωρ.) όργανο για τη μελέτη απότομων ατμοσφαιρικών μεταβολών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. statoscope (< στατός + σκόπιο < σκόπος < σκέπτομαι)] … Dictionary of Greek
τεκτονική — Κλάδος της γεωλογίας, που μελετά τις παραμορφώσεις των πετρωμάτων του φλοιού της Γης. Ερευνά δηλαδή τα ρήγματα και τις πτυχές (ειδική τ.), τις δυνάμεις του εσωτερικού της Γης και τα φαινόμενα που προκάλεσαν τις διαταράξεις αυτές και οδήγησαν στη… … Dictionary of Greek
Μαλάουι — Κράτος της νοτιοανατολικής Αφρικής. Συνορεύει στα Ν, Α και Δ με τη Μοζαμβίκη, στα Β με την Τανζανία και στα Δ με τη Ζάμπια.Χώρα αποκλειστικά ηπειρωτική, το Μ. συνορεύει σε μήκος 1.569 χλμ. με τη Μοζαμβίκη, 475 χλμ. με την Τανζανία και 837 χλμ. με … Dictionary of Greek
Μόπτι — Πόλη του Μάλι. H πόλη είναι κτισμένη σε ύψος 263 μ., στη συμβολή των ποταμών Mπάνι και Nίγηρα. O αστικός της πυρήνας που περιλαμβάνει γραφικές συνοικίες, απλώνεται πάνω σε τρία υψώματα, τα οποία κατά τη διάρκεια των πλημμυρών διαμορφώνονται σε… … Dictionary of Greek
Τασμανία — (Tasmania). Ομόσπονδη Πολιτεία της Αυστραλίας, η μικρότερη σε έκταση (67.800 τ. χλμ.) και σε πληθυσμό (451.000 κάτ.), που αποτελείται από το ομώνυμο νησί το οποίο βρίσκεται λίγο προς τα ΝΑ της Αυστραλίας, από την οποία χωρίζεται μέσω του Πορθμού… … Dictionary of Greek